- αυλακοειδής
- ης, ες похожий на борозду или на жёлоб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυλακοειδής — και αυλακώδης, ες (Μ αὐλακοειδής και αὐλακώδης, ες) αυτός που έχει σχήμα αυλακιού … Dictionary of Greek
αὐλακοειδῆ — αὐλακοειδής furrow like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐλακοειδής furrow like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐλακοειδής furrow like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
ευλοειδής — εὐλοειδής, ές (Μ) αυλακώδης, αυλακοειδής, οχετοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός «αυλάκι» + ειδής*] … Dictionary of Greek
κάπετος — κάπετος, ἡ (Α) 1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.) 2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.) 3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού 4. σπαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek
υπεραιγαία — η, Ν γεωλ. φρ. «υπεραιγαία αύλακα» η αυλακοειδής κοιλότητα που θεωρούσαν παλαιότερα ότι υπήρχε στη βόρεια Αιγηίδα κατά το ολιγόκαινο και η οποία, όπως απέδειξαν νεώτερες έρευνες, δεν υπάρχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αιγαίος] … Dictionary of Greek
πτυχή — η 1. αναδίπλωση υφάσματος, χαρτιού κτλ., δίπλα, σούρα, ζάρα, πιέτα. 2. καθετί που μοιάζει με πτυχή, κυματοειδής ή αυλακοειδής σχηματισμός: Πτυχές του εδάφους. 3. κάθε αναδίπλωση υμένα, μεμβράνης, δέρματος ή του εγκεφάλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)